- μαγγανευτικός
- -ή, -ὁ (Α μαγγανευτικός, -ή, -όν) [μαγγανεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαγγανείες ή ο επιτήδειος στο να μαγγανεύει2. το θηλ. ως ουσ. η μαγγανευτικήη τέχνη τής μαγγανείας, θαυματοποιία, μαγεία, ταχυδακτυλουργία.επίρρ...μαγγανευτικώς και -άμε μαγγανείες.
Dictionary of Greek. 2013.