μαγγανευτικός

μαγγανευτικός
-ή, -ὁ (Α μαγγανευτικός, -ή, -όν) [μαγγανεύω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαγγανείες ή ο επιτήδειος στο να μαγγανεύει
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγγανευτική
η τέχνη τής μαγγανείας, θαυματοποιία, μαγεία, ταχυδακτυλουργία.
επίρρ...
μαγγανευτικώς και -ά
με μαγγανείες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγγανευτική — μαγγανευτικός fit for trickery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανικός — ή, ό (AM μαγγανικός, ή, όν) μαγγανευτικός νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο μαγγάνιο ή αυτός που περιέχει μαγγάνιο («μαγγανικό άλας) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὰ μαγγανικά τα μάγγανα 2. φρ. «μαγγανικὸν ξύλον» ή, απλώς, «μαγγανικόν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”